παπουτσόσυκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παπουτσόσυκο < παπουτσοσυκέα (Χρειάζεται επεξεργασία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παπουτσόσυκο ουδέτερο (κυπριακά)
- (φρούτο) το φραγκόσυκο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Αθανάσιος Α. Σακελλάριος, Τα Κυπριακά, ή Η εν Κύπρω γλώσσα (Αθήνα: Τύποις Π.Δ.Σακελλαρίου, 1868), σ. 249. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-20-08.