φραγκόσυκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φραγκόσυκο < φραγκοσυκ(ιά) + -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φραγκόσυκο ουδέτερο
- (φρούτο) ο καρπός της φραγκοσυκιάς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φραγκόσυκο
|