παράδοξα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράδοξα < παράδοξος
Επίρρημα[επεξεργασία]
παράδοξα
- με παράδοξο τρόπο
- ήταν παράδοξα χαριτωμένος ο τρόπος που έτρεμε το χείλι της
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράδοξα