παράνυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράνυφος < αρχαία ελληνική παράνυμφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράνυφος αρσενικό ή θηλυκό (και θηλυκό παράνυφη)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράνυφος
|