παραέχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παραέχω
- έχω σε υπερβολικό βαθμό
- αυτός ο τύπος παραέχει θράσος
- σε ρόλο βοηθητικού ρήματος αντί του έχω για να δηλωθεί υπερβολή
- αυτό το παιδί παραέχει πάρει αέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραέχω
|