παραμορφώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραμορφώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραμορφώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

παραμορφώνομαι

  1. αλλάζω τη μορφή μου προς το χειρότερο
     συνώνυμα:: αλλοιώνομαι
  2. (μεταφορικά) αλλάζω σαν ιδέα ή αλήθεια (χρησιμοποίεται κυρίως στο γ' πρόσωπο)
     συνώνυμα:: παραποιούμαι, διαστρεβλώνομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]