πενιέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πενιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική peigné (χτενισμένος)
Επίθετο[επεξεργασία]
πενιέ ουδέτερο, άκλιτο
- νήμα υψηλής ποιότητας, που έχει υποστεί κατεργασία «χτενίσματος» σε ειδική μηχανή (peigne, στα γαλλικά)