περιφερειακή συσκευή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιφερειακή συσκευή < → δείτε τις λέξεις περιφερειακή και συσκευή
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
- (πληροφορική) συσκευή εξωτερική της μονάδας (πχ του κουτιού) ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, όπως είναι το πληκτρολόγιο, η οθόνη, ο εξωτερικός σκληρός δίσκος, ο εκτυπωτής, κλπ
- οι περιφερειακές συσκευές διακρίνονται σε συσκευές εισόδου, εξόδου ή και τα δύο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιφερειακή συσκευή