πιάνω πουλιά στον αέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιάνω πουλιά στον αέρα < → δείτε τη λέξη πιάνω, πουλιά (αιτιατική πληθυντικού του πουλί) στον & αέρα (αιτιατική ενικού του αέρας)
Έκφραση[επεξεργασία]
πιάνω πουλιά στον αέρα
- (προφορικό) είμαι πανέξυπνος και καταλαβαίνω αμέσως το νόημα, δε μου ξεφεύγει τίποτα
- ≈ συνώνυμα: μπαίνω στο νόημα, είμαι ατσίδα, ατσίδας → δείτε και τη λέξη καπάτσος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφορική έκφραση για το «καταλαβαίνω αμέσως»
|