πιάνω πουλιά στον αέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιάνω πουλιά στον αέρα < → δείτε τη λέξη πιάνω, πουλιά (αιτιατική πληθυντικού του πουλί) στον & αέρα (αιτιατική ενικού του αέρας)

Έκφραση[επεξεργασία]

πιάνω πουλιά στον αέρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]