πιπίσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιπίσκω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

πιπίσκω

  • (μεταβατικό) δίνω σε κάποιον να πιει
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 90, @scaife.perseus
    Ἢν ῥοῦς ἐγγένηται, ἡμιονίδα κατακαύσας, καὶ κόψας λείην, διασήσας τε, διεὶς οἴνῳ, πίπισκε·
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Περὶ τόπων τῶν κατὰ ἄνθρωπον, (De locis in homine), 28, p.322 @scaife.perseus
    χοληγαγὰ δὲ φάρμακα μὴ πίπισκε, ὡς μὴ ταράσσῃ μᾶλλον τὸ σῶμα τοῦτον·

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]