πιπιλάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιπιλάω < πιπιλίζω με μεταπλασμός σε -άω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.piˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐πι‐λά‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
πιπιλάω
- μορφη πιπιλίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιπιλάω
|