πλίθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλίθος < αρχαία ελληνική πλίνθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλίθος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του πλίνθος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλίθος
|