πλαστικοποιήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πλαστικοποιήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πλαστικοποιώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαστικοποιώ
- θα πλαστικοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαστικοποιώ