πλαστικοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πλαστικοποιώ
- προσδίδω πλαστικότητα σε ένα άκαμπτο υλικό (όπως το τσιμέντο)
- καλύπτω εξωτερικά μία ταυτότητα ή κάρτα με διαφανές προστατευτικό πλαστικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαστικοποιώ