πληθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πληθαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πληθύνω, με μετατροπή της κατάληξης -ύνω σε -αίνω[1]

Ρήμα[επεξεργασία]

πληθαίνω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]