πληθαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πληθαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πληθύνω, με μετατροπή της κατάληξης -ύνω σε -αίνω[1]
Ρήμα
[επεξεργασία]πληθαίνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πληθαίνω | πλήθαινα | θα πληθαίνω | να πληθαίνω | πληθαίνοντας | |
β' ενικ. | πληθαίνεις | πλήθαινες | θα πληθαίνεις | να πληθαίνεις | πλήθαινε | |
γ' ενικ. | πληθαίνει | πλήθαινε | θα πληθαίνει | να πληθαίνει | ||
α' πληθ. | πληθαίνουμε | πληθαίναμε | θα πληθαίνουμε | να πληθαίνουμε | ||
β' πληθ. | πληθαίνετε | πληθαίνατε | θα πληθαίνετε | να πληθαίνετε | πληθαίνετε | |
γ' πληθ. | πληθαίνουν(ε) | πλήθαιναν πληθαίναν(ε) |
θα πληθαίνουν(ε) | να πληθαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλήθυνα | θα πληθύνω | να πληθύνω | πληθύνει | ||
β' ενικ. | πλήθυνες | θα πληθύνεις | να πληθύνεις | πλήθυνε | ||
γ' ενικ. | πλήθυνε | θα πληθύνει | να πληθύνει | |||
α' πληθ. | πληθύναμε | θα πληθύνουμε | να πληθύνουμε | |||
β' πληθ. | πληθύνατε | θα πληθύνετε | να πληθύνετε | πληθύνετε | ||
γ' πληθ. | πλήθυναν πληθύναν(ε) |
θα πληθύνουν(ε) | να πληθύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πληθύνει | είχα πληθύνει | θα έχω πληθύνει | να έχω πληθύνει | ||
β' ενικ. | έχεις πληθύνει | είχες πληθύνει | θα έχεις πληθύνει | να έχεις πληθύνει | ||
γ' ενικ. | έχει πληθύνει | είχε πληθύνει | θα έχει πληθύνει | να έχει πληθύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε πληθύνει | είχαμε πληθύνει | θα έχουμε πληθύνει | να έχουμε πληθύνει | ||
β' πληθ. | έχετε πληθύνει | είχατε πληθύνει | θα έχετε πληθύνει | να έχετε πληθύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν πληθύνει | είχαν πληθύνει | θα έχουν πληθύνει | να έχουν πληθύνει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληθαίνω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πληθαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας