πνέω τα λοίσθια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνέω τα λοίσθια < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πνέω τά λοίσθια < ελληνιστική κοινή (ἀνα)πνέω τά λοίσθια < αρχαία ελληνική πνέω + λοίσθιος
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
πνέω τα λοίσθια
- (αρχαιοπρεπές) είμαι στα τελευταία μου, είμαι ετοιμοθάνατος, ψυχορραγώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πνέω τα λοίσθια
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)