πολιτεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιτεύω < πολίτης

Ρήμα[επεξεργασία]

πολιτεύω

  1. ζω ως πολίτης ή ελεύθερος πολίτης, ζω σε ελεύθερο κράτος
  2. έχω συγκεκριμένο τρόπο διοίκησης, ασκώ τη διοίκηση της κυβέρνησης
  3. λαμβάνω μέρος στην διακυβέρνηση
  4. ανακατεύομαι με τα πολιτικά
  5. (με αιτιατική) διοικώ ή κυβερνώ
  6. διαχειρίζομαι την κυβέρνηση
  7. έχω συγκεκριμένο τύπο διακυβέρνησης