πομπάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πομπάρω < πόμπα
Ρήμα[επεξεργασία]
πομπάρω
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) αντλώ
- χειρίζομαι αντλία
- {αργκό),(χυδαίο): μαλακίζομαι (που εκλαμβάνεται από την κίνηση των εμβόλων της παλινδρομικής αντλίας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πομπάρω
|