πομπάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πομπάρω < πόμπα

Ρήμα[επεξεργασία]

πομπάρω

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) αντλώ
  2. χειρίζομαι αντλία
  3. {αργκό),(χυδαίο): μαλακίζομαι (που εκλαμβάνεται από την κίνηση των εμβόλων της παλινδρομικής αντλίας)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]