ποστάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποστάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική post + κατάληξη -άρω
Ρήμα[επεξεργασία]
ποστάρω
- (ανεπίσημο) στη γλώσσα της πληροφορικής και του ίντερνετ: στέλνω ένα αρχείο σε κάποιον ή σε έναν ιστοχώρο
- πώς μπορώ να ποστάρω ένα βίντεο;