πουλάω και αγοράζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
πουλάω και αγοράζω (κάποιον)
- λέγεται για κάποιον που, αν και δεν φαίνεται εξ αρχής, κατά βάθος είναι πονηρός και επιτήδειος
- ↪ Αυτόν που λες αθώο σε πουλάει και σ' αγοράζει ώσπου να πεις κύμινο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουλάω και αγοράζω
|