προαποστέλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προαποστέλλω < αρχαία ελληνική προαποστέλλω < πρό + ἀποστέλλω < στέλλω
Ρήμα[επεξεργασία]
προαποστέλλω
- (λόγιο) αποστέλλω από πριν, εκ των προτέρων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προαποστέλλω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- προαποστέλλω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)