προγιγνώσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προγιγνώσκω < πρό + γιγνώσκω

Ρήμα[επεξεργασία]

προγιγνώσκω

  1. γνωρίζω από πριν, καταλαβαίνω εκ των προτέρων
  2. προαισθάνομαι, προβλέπω
  3. κρίνω από πριν
  4. προνοώ

Πηγές[επεξεργασία]