προλογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προλογώ < ελληνιστική κοινή προλογέω
Ρήμα[επεξεργασία]
προλογώ
- (σπάνιο) (λόγιο) άλλη μορφή του προλογίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προλογώ
|