προπενάλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπενάλη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική propenal

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προπενάλη θηλυκό ή ακρολεΐνη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]