προῖκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προῖκα < επιρρηματική χρήση της αιτιατικής του ενικού της λέξης προίξ
Επίρρημα[επεξεργασία]
προῖκα
Δείτε επίσης : προίκα |
προῖκα