προ πολλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προ πολλού < → δείτε τις λέξεις προ και πολλού, γενική ενικού του αρσενικού πολύς. Εννοείται το ουσιαστικό καιρός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo poˈlu/

Έκφραση[επεξεργασία]

προ πολλού

  • εδώ και πολύ καιρό, πριν πολύ καιρό/ώρα
    το γνωρίζουμε αυτό προ πολλού

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]