πρωτοβλέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοβλέπω < πρωτο- + βλέπω

Ρήμα[επεξεργασία]

πρωτοβλέπω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]