πρωτό-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρωτο-, πρωτ-, πρωθ-, πρώτος, πρῶτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτό- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρωτό- < πρῶτο(ς) → δείτε και τη λέξη πρωτο-

Πρόθημα[επεξεργασία]

πρωτό-

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτό- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρωτό-, πρῶτο(ς) → δείτε και τη λέξη πρωτο-

Πρόθημα[επεξεργασία]

πρωτό-

Σύνθετα[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτό- < πρῶτο(ς) → δείτε και τη λέξη πρωτο-

Πρόθημα[επεξεργασία]

πρωτό-

Σύνθετα[επεξεργασία]