πρόλαβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.la.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐λα‐βα
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πρόλαβα
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής αορίστου του ρήματος προλαβαίνω
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής αορίστου του ρήματος προλαμβάνω