πταίω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πταίω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πταίω. Συγκρίνετε με το φταίω.

Ρήμα[επεξεργασία]

πταίω

  • (αρχαιοπρεπές, απαρχαιωμένο) φταίω, στην ιστορική φράση τίς πταίει;;
    ※  Τὸ ἔθνος δὲν πταίει… Μετὰ τὰ παθήματα τοῦ παρελθόντος, τίθεται ἐκ νέου εἰς τὸ ἔθνος τὸ δίλημμα τῆς ὑποταγῆς εἰς τὴν αὐθαιρεσίαν ἢ τῆς επαναστάσεως, εἶναι τὸ ἔθνος καταδικαστέον διότι δὲν σπεύδει ν’ ἀποδεχθεῖ τὸ δεύτερον;
    άρθρο «Τίς πταίει;» του Χαρίλαου Τρικούπη που δημοσιεύτηκε (ανώνυμο) στην εφημερίδα Καιροί, στις 29 Ιουνίου 1874 (αφιέρωμα @greek‑language.gr)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

πταίω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πταίω

Ρήμα[επεξεργασία]

πταίω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πταίω   πταίομαι 
Παρατατικός  ἔπταιον   ἐπταιόμην 
Μέλλοντας  πταίσω 
Αόριστος  ἔπταισα   ἐπταίσθη 
Παρακείμενος  ἔπταικα 
Υπερσυντέλικος  ἐπταίκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πταίω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

πταίω θηλυκό

  1. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να σκοντάψει, να παραπατήσει
  2. (αμετάβατο) (+ πρός + δοτική) σκοντάφτω πάνω σε κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]