πτυελίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτυελίζω < πτύω
Ρήμα[επεξεργασία]
πτυελίζω
- φτύνω σάλια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]