πτύξις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτύξις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτύξις θηλυκό

  1. πτύχωση
  2. δίπλωμα, πτυχή του δέρματος, ζάρα
  3. στρατιωτικός ελιγμός

Πηγές[επεξεργασία]