πυκνοκατοικούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυκνοκατοικούμαι < πυκνός + -ο- + κατοικούμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
πυκνοκατοικούμαι
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυκνοκατοικούμαι
|