πυππάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυππάζω < πύππαξ
Ρήμα[επεξεργασία]
πυππάζω
- (σπάνιο) φωνάζω μπράβο, φωνάζω με θαυμασμό
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας Κρατίνος, Απόσπασμα 2, 48, @books.google.gr, @books.google.gr
- οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες, ὁ δ' ὄνος ὕεται.
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας Κρατίνος, Απόσπασμα 2, 48, @books.google.gr, @books.google.gr
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πυππάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.