πυροδοτήσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πυροδοτήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυροδοτώ
- θα πυροδοτήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυροδοτώ