πόπαστο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πόπαστο < (από) πό- + ιταλική pasto (γεύμα) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πόπαστο ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Γιαγκουλλής, Κωνσταντίνος Γ. (2005). Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου: Ερμηνευτικός και ετυμολογικός της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής (B' έκδοση). σελ. 420.