επιδόρπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επιδόρπιο | τα | επιδόρπια |
γενική | του | επιδόρπιου & επιδορπίου |
των | επιδόρπιων & επιδορπίων |
αιτιατική | το | επιδόρπιο | τα | επιδόρπια |
κλητική | επιδόρπιο | επιδόρπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδόρπιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιδόρπιος[1] < ἐπί + δόρπιος < δόρπον (βραδινό γεύμα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈðoɾ.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δόρ‐πι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδόρπιο ουδέτερο
- (γαστρονομία) αυτό (φρούτο, γλυκό, παγωτό κ.ά.) που τρώγεται μετά από το κυρίως γεύμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- πόπαστο (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδόρπιο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ επιδόρπιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)