πόρθμευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πόρθμευμα < πορθμός < περάω / πείρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πόρθμευμα ουδέτερο

  1. η διαπόρθμευση, το πέρασμα
  2. πιθανόν το μέσο μεταφοράς