ράιχ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ράιχ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Reich (κράτος) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ράιχ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]