ρεύγομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεύγομαι < αρχαία ελληνική ἐρεύγομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ρεύγομαι (αποθετικό)
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ρεύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεύγομαι
|