ριτσερκάρε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ριτσερκάρε < (λόγιο δάνειο) ιταλική ricercare (αναζητώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ριτσερκάρε ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) οργανικό μουσικό είδος που άνθισε την εποχή της ύστερης Αναγέννησης και του Μπαρόκ με αντιστικτική δομή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ριτσερκάρε
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)