ροξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροξ < από την (άμεσο δάνειο) αγγλική rock (βράχος) στον πληθυντικό, rocks, πιθανότατα λόγω του σχήματος του γλυκού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροξ ουδέτερο άκλιτο
- (γλυκό) είδος γλυκού στρογγυλού σχήματος, που φτιάχνεται συνήθως με αλεύρι, λάδι, γάλα, αυγά και κακάο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ροξάκι (υποκοριστικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροξ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ροξ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)