σέξι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέξι < (λόγιο δάνειο) αγγλική sexy [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

σέξι άκλιτο

  1. σεξουαλικός, ελκυστικός σεξουαλικά
    'σέξι φόρεμα, σέξι εσώρουχα
  2. που έχει σεξαπίλ (sex appeal)
    μια κοπέλα / ένα αγόρι πολύ σέξι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]