σαββατιάτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαββατιάτικα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
σαββατιάτικα
- κατά το Σάββατο
- σαββατιάτικα, τα μαγαζιά ήταν όλα κλειστά!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαββατιάτικα
|