σαμπανί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαμπανί < σαμπάν(ια) + -ί
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sam.paˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐μπα‐νί
Επίθετο[επεξεργασία]
σαμπανί ουδέτερο άκλιτο
- που έχει χρώμα σαμπανί
- αγόρασα κάτι μεταξωτά σαμπανί εσώρουχα καταπληκτικά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαμπανί ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρώμα
|
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σαμπάνια
Πηγές[επεξεργασία]
- Champagne (color) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)