σασίμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σασίμι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 刺身 (sashimi)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σασίμι ουδέτερο
- ιαπωνικό έδεσμα από λεπτές φέτες ωμού ψαριού· συνοδεύεται συνήθως από χρένο και πιπερόριζα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Sashimi στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Sashimi στη γαλλική Βικιπαίδεια