σενσέι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σενσέι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 先生 (sensei)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σενσέι αρσενικό άκλιτο

  • ο δάσκαλος στην ιαπωνική γλώσσα, τιμητικός τίτλος για κάποιον που κατέχει άριστα κάποια τέχνη και μπορεί να τη διδάξει· λέγεται συχνά για τις πολεμικές τέχνες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]