σηκώνω το χέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σηκώνω το χέρι, < → δείτε τις λέξεις σηκώνω και χέρι.

Έκφραση[επεξεργασία]

σηκώνω το χέρι

  1. ζητώ το λόγο για να μιλήσω
  2. ψηφίζω, συμμετέχω σε ψηφοφορία με ανάταση της χειρός
  3. χειροδικώ, ή απειλώ να χτυπήσω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]