σιδηρούς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιδηρούς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σιδηροῦς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ðiˈrus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δη‐ρούς
Επίθετο[επεξεργασία]
σιδηρούς, -ά, -ούν (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο σιδηροῦς), -ᾶ, -οῦν
- (λόγιο) σιδερένιος κυρίως σε παγιωμένες λόγιες εκφράσεις
- ↪ σιδηρούς κανόνας, σιδηρές κατασκευές, σιδηρά θέληση
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδηρούς
→ δείτε τη λέξη σιδερένιος |
Πηγές[επεξεργασία]
- σιδηρούς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σιδηρούς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)