σκαλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκαλεύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kelH- (χωρίζω)

σκαλεύω